- καταδεχτικότητα
- ηβλ. καταδεκτίκότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταδεχτικότητα — καταδεχτικότητα, η και καταδεκτικότητα, η το να καταδέχεται κανείς τους άλλους: Δείξε λίγη καταδεχτικότητα και όλοι θα σε αγαπήσουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβροφροσύνη — η [αβρόφρων] η λεπτότητα στους τρόπους, η ευγένεια συμπεριφοράς, η προσήνεια, η καταδεχτικότητα … Dictionary of Greek
καταδεκτικότητα — και καταδεχτικότητα, η η ύπαρξη μετριοφροσύνης και ανεκτικότητας στον χαρακτήρα, η ευγενική συμπεριφορά ακόμη και σε κατώτερους ή πιο αδύνατους. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταδεκτικός. Η λ., στον λόγιο τύπο καταδεκτικότης, μαρτυρείται από το 1889 στην… … Dictionary of Greek